- αιγανέη
- αἰγανέη, η (Α)λόγχη κυνηγετική, ακόντιο (τής ομηρικής εποχης)·[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. παράγωγο ενός τ. *αἴγ-ανον, δηλωτικού κάποιου «ριπτομένου οργάνου, ακοντίου» (πρβλ. δρέπ-ανον, φάσγ-ανον κ.τ.ό.), από την ΙΕ ρίζα *aiĝ- («κινούμαι ορμητικά»), απ’ όπου λ.χ. το αἶγες, «τα (ορμητικά) κύματα». Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τη ρίζα *aiğ- «βελανιδιά», απ' όπου το γερμ. Eiche «βελανιδιά», το λατ. aesculus «φηγός, είδος βελανιδιάς», το ελλ. αἰγίλωψ* «είδος βελανιδιάς» και πιθ. το αἴγειρος* «λεύκα» κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.